- κρέμασε
- κρεμάννυμιhramjanaor ind act 3rd sg (homeric ionic)κρεμάζωhramjanaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντήνωρ — I (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Πατέρας του ήταν ένας εξαίρετος ζωγράφος, ο Ευμάρης. Ο Α. ήταν αυτός που φιλοτέχνησε το σύμπλεγμα των Τυραννοκτόνων, το οποίο μετέφερε ο Ξέρξης στην Περσία, όταν τα στρατεύματά του λεηλάτησαν την Αθήνα… … Dictionary of Greek
καρτέλα — η (λ. ιταλ.) 1. πινακίδα από χαρτόνι που φέρει επιγραφή: Κρέμασε μια σχετική καρτέλα μπροστά από το κατάστημά του. 2. στις τράπεζες, φύλλο χαρτιού όπου αναγράφεται ο ατομικός λογαριασμός κάθε πελάτη: Το πέρασα στην καρτέλα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεμ(ν)ώ — και κρεμ(ν)άω κρέμασα, κρεμάστηκα, κρεμασμένος 1. αναρτώ κάτι από κάποιο σημείο: Κρέμασε το καπέλο του. 2. απαγχονίζω: Θα τους κρεμάσουν τους προδότες της Κύπρου. 3. για το μέσ., βλ. κρέμομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπηχτός — ή, ό μπηγμένος, καρφωμένος: Κρέμασε τα κάδρα σε μπηχτά καρφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπιχλιμπίδι — το μικρό και ασήμαντο αντικείμενο: Στον καθρέφτη του αυτοκινήτου κρέμασε μπιχλιμπίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραβός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, στρεβλός: Τα πόδια της είναι στραβά. – Κρέμασε στραβά τον πίνακα. 2. τυφλός: Στραβός βελόνα γύρευε μέσα σε αχυρώνα (παροιμ.). 3. εσφαλμένος, όχι σωστός: Πήρε στραβό δρόμο. – Το είδε στραβά από την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)